φαυλότατος

φαυλότατος
φαῡλότατος , φαῦλος
cheap
masc nom superl sg
φαῡλότατος , φαῦλος
cheap
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαυλεπίφαυλος — η, ο ο υπερβολικά φαύλος (βλ. λ.), φαυλότατος, αχρειότατος, πανάθλιος: Όλοι τον αποφεύγουν· είναι φαυλεπίφαυλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”